- σεληνάρκτος
- η, Νζωολ. γένος αρκούδας τής Ασίας, κν. γνωστό ως ασιατική μαύρη αρκούδα ή αρκούδα τών Ιμαλαΐων ή θιβετική αρκούδα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. selenarctos (< σελήνη + άρκτος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.